περικάμπτω

περικάμπτω
μετ.
1) см. παρακάμπτω; 2) гнуть, сгибать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περικάμπτω" в других словарях:

  • περικάμπτω — ΝΑ 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω 2. προσπερνώ, παρακάμπτω αρχ. 1. διαγράφω πλήρη καμπή 2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο 3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου 4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι 5. (για …   Dictionary of Greek

  • περικάμπτει — περικάμπτω pres ind mp 2nd sg περικάμπτω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμπτοντα — περικάμπτω pres part act neut nom/voc/acc pl περικάμπτω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμψαι — περικάμπτω aor inf act περικάμψαῑ , περικάμπτω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαμπτέσθω — περικάμπτω pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαμπτέσθωσαν — περικάμπτω pres imperat mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαμπτέτωσαν — περικάμπτω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαμφθείσης — περικάμπτω aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμπτειν — περικάμπτω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμπτεται — περικάμπτω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμπτοντες — περικάμπτω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»